- ἀσεβῆ
- ἀσεβήςungodlyneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)ἀσεβήςungodlymasc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)ἀσεβήςungodlymasc/fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀσεβῇ — ἀσεβέω to be impious pres subj mp 2nd sg ἀσεβέω to be impious pres ind mp 2nd sg ἀσεβέω to be impious pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
невѣрьныи — (227) пр. 1. Недостоверный, сомнительный; ошибочный: и се не акы невѣрьно. нъ а||кы извѣсто паче полагаю Изб 1076, 247–247 об.; понѥже съподоби братъ и съслѹжьникъ нашь алупии невѣрьномъ быти канономъ. (ἀμφιβόλους) КЕ XII, 110б; си˫а же не все по … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… … Dictionary of Greek
κολασμένος — η, ο [κολάζομαι] 1. αυτός που έχει καταδικαστεί μετά θάνατον σε αιώνια τιμωρία 2. αμαρτωλός, διεφθαρμένος, κακός, άσωτος («κολασμένη ψυχή») 3. ο δυστυχισμένος, ο ταλαιπωρημένος, ο αδικημένος, ο άθλιος («εμπρός τής γης οι κολασμένοι»). επίρρ...… … Dictionary of Greek
μαλαχίας — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο προφήτης (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Είναι ο τελευταίος χρονολογικά από τους δώδεκα μικρούς προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Το βιβλίο το οποίο τιτλοφορείται με το όνομά του αναφέρεται… … Dictionary of Greek
ονοτάζω — ὀνοτάζω (Α) [ονοτός] (ποιητ.. τ.) 1. όνομαι*, μέμφομαι, ψέγω 2. μέσ. ονοτάζομαι αποστρέφομαι, βδελύσσομαι («γάμον Αἰγύπτου παίδων ἀσεβῆ τ ὀνοταζόμεναι», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
πατροφόντης — ὁ, ἡ, Α πατροφόνος (α. «τὸν πατροφόντην, τὸν ἀσεβη μ ἀπολλύναι», Σοφ. β. «τῆς πατροφόντου μητρός», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + φόντης (< θείνω «φονεύω» κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. μητρο φόντης] … Dictionary of Greek
συμπτωσιαρχία — (occasionalismus). Φιλοσοφική θεωρία, που περιορίζει την ενεργή και αιτιώδη δύναμη του ανθρώπου και μειώνει ολόκληρο το σύστημα των δρώντων αιτίων του κόσμου σε απλές «συμπτώσεις» της επέμβασης του Θεού, στον οποίο αποδίδεται η συνολική ενεργή… … Dictionary of Greek
Αναστάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Οκτωβρίου. 2. Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Φεβρουαρίου. 3. Α. ο ιερομάρτυς. Διετέλεσεεπίσκοπος Αντιοχείας και ασκήτεψε στο Σινά. Πέθανε … Dictionary of Greek
Βιγκό, Ζαν — (Jean Vigo, Παρίσι 1905 – 1934). Γάλλος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Γιος του διάσημου αναρχικού Μιγκουέλ Αλμερέιδα (ο ίδιος υιοθέτησε το ψευδώνυμο του πατέρα του), επηρεάστηκε από τα τραγικά περιστατικά της παιδικής ηλικίας του –o πατέρας του… … Dictionary of Greek